χαδάκια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈða.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐δά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
χαδάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαδάκι
Δείτε επίσης : χαλάκια |
χαδάκια ουδέτερο