χάμστερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χάμστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hamster < γερμανική Hamster
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάμστερ ουδέτερο άκλιτο
- μικρό τρωκτικό της υποοικογένειας Cricetinae
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χάμστερ στη Βικιπαίδεια