Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxɔ.mik/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chomik (pl) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) το χάμστερ
  2. (μεταφορικά) άτομο που μαζεύει άχρηστα πράγματα

Συγγενικά

επεξεργασία