φωτομετρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτομετρικά < φωτομετρικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαφωτομετρικά
- από φωτομετρικής απόψεως
Μεταφράσεις
επεξεργασία φωτομετρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφωτομετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φωτομετρικός