Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φωταγωγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωταγωγώ
  2. θα φωταγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωταγωγώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φωταγωγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωταγώγηση