φωταγωγήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφωταγωγήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωταγωγώ
- θα φωταγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωταγωγώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφωταγωγήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωταγώγηση