Ετυμολογία

επεξεργασία

φωνητικά < φωνητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωνητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το μέρος ενός τραγουδιού όπου ακούγεται φωνή τραγουδιστή ή χορωδίας
  • αν αφαιρεθούν τα φωνητικά, μένει μόνον η μουσική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

φωνητικά