φωνητικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
φωνητικά < φωνητικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φωνητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το μέρος ενός τραγουδιού όπου ακούγεται φωνή τραγουδιστή ή χορωδίας
- αν αφαιρεθούν τα φωνητικά, μένει μόνον η μουσική
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φωνητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωνητικό