φουσκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουσκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φουσκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαφουσκώνομαι
- με φουσκώνουν και αυξάνω σε όγκο
Σύνθετα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φουσκώνομαι | φουσκωνόμουν(α) | θα φουσκώνομαι | να φουσκώνομαι | ||
β' ενικ. | φουσκώνεσαι | φουσκωνόσουν(α) | θα φουσκώνεσαι | να φουσκώνεσαι | (φουσκώνου) | |
γ' ενικ. | φουσκώνεται | φουσκωνόταν(ε) | θα φουσκώνεται | να φουσκώνεται | ||
α' πληθ. | φουσκωνόμαστε | φουσκωνόμαστε φουσκωνόμασταν |
θα φουσκωνόμαστε | να φουσκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φουσκώνεστε | φουσκωνόσαστε φουσκωνόσασταν |
θα φουσκώνεστε | να φουσκώνεστε | (φουσκώνεστε) | |
γ' πληθ. | φουσκώνονται | φουσκώνονταν φουσκωνόντουσαν |
θα φουσκώνονται | να φουσκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φουσκώθηκα | θα φουσκωθώ | να φουσκωθώ | φουσκωθεί | ||
β' ενικ. | φουσκώθηκες | θα φουσκωθείς | να φουσκωθείς | φουσκώσου | ||
γ' ενικ. | φουσκώθηκε | θα φουσκωθεί | να φουσκωθεί | |||
α' πληθ. | φουσκωθήκαμε | θα φουσκωθούμε | να φουσκωθούμε | |||
β' πληθ. | φουσκωθήκατε | θα φουσκωθείτε | να φουσκωθείτε | φουσκωθείτε | ||
γ' πληθ. | φουσκώθηκαν φουσκωθήκαν(ε) |
θα φουσκωθούν(ε) | να φουσκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φουσκωθεί | είχα φουσκωθεί | θα έχω φουσκωθεί | να έχω φουσκωθεί | φουσκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φουσκωθεί | είχες φουσκωθεί | θα έχεις φουσκωθεί | να έχεις φουσκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φουσκωθεί | είχε φουσκωθεί | θα έχει φουσκωθεί | να έχει φουσκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φουσκωθεί | είχαμε φουσκωθεί | θα έχουμε φουσκωθεί | να έχουμε φουσκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φουσκωθεί | είχατε φουσκωθεί | θα έχετε φουσκωθεί | να έχετε φουσκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φουσκωθεί | είχαν φουσκωθεί | θα έχουν φουσκωθεί | να έχουν φουσκωθεί |