Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεφουσκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεφουσκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεφουσκώνομαι

  • (για μπαλόνια, μπάλες, ελαστικά αυτοκινήτων και διάφορα άλλα φουσκωτά παιχνίδια) χάνω τον αέρα που έχω στο εσωτερικό μου

Κλίση επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία