ξεφουσκώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεφουσκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεφουσκώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεφουσκώνομαι
- (για μπαλόνια, μπάλες, ελαστικά αυτοκινήτων και διάφορα άλλα φουσκωτά παιχνίδια) χάνω τον αέρα που έχω στο εσωτερικό μου
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεφουσκώνομαι | ξεφουσκωνόμουν(α) | θα ξεφουσκώνομαι | να ξεφουσκώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεφουσκώνεσαι | ξεφουσκωνόσουν(α) | θα ξεφουσκώνεσαι | να ξεφουσκώνεσαι | (ξεφουσκώνου) | |
γ' ενικ. | ξεφουσκώνεται | ξεφουσκωνόταν(ε) | θα ξεφουσκώνεται | να ξεφουσκώνεται | ||
α' πληθ. | ξεφουσκωνόμαστε | ξεφουσκωνόμαστε ξεφουσκωνόμασταν |
θα ξεφουσκωνόμαστε | να ξεφουσκωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεφουσκώνεστε | ξεφουσκωνόσαστε ξεφουσκωνόσασταν |
θα ξεφουσκώνεστε | να ξεφουσκώνεστε | (ξεφουσκώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεφουσκώνονται | ξεφουσκώνονταν ξεφουσκωνόντουσαν |
θα ξεφουσκώνονται | να ξεφουσκώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεφουσκώθηκα | θα ξεφουσκωθώ | να ξεφουσκωθώ | ξεφουσκωθεί | ||
β' ενικ. | ξεφουσκώθηκες | θα ξεφουσκωθείς | να ξεφουσκωθείς | ξεφουσκώσου | ||
γ' ενικ. | ξεφουσκώθηκε | θα ξεφουσκωθεί | να ξεφουσκωθεί | |||
α' πληθ. | ξεφουσκωθήκαμε | θα ξεφουσκωθούμε | να ξεφουσκωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεφουσκωθήκατε | θα ξεφουσκωθείτε | να ξεφουσκωθείτε | ξεφουσκωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεφουσκώθηκαν ξεφουσκωθήκαν(ε) |
θα ξεφουσκωθούν(ε) | να ξεφουσκωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεφουσκωθεί | είχα ξεφουσκωθεί | θα έχω ξεφουσκωθεί | να έχω ξεφουσκωθεί | ξεφουσκωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεφουσκωθεί | είχες ξεφουσκωθεί | θα έχεις ξεφουσκωθεί | να έχεις ξεφουσκωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεφουσκωθεί | είχε ξεφουσκωθεί | θα έχει ξεφουσκωθεί | να έχει ξεφουσκωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεφουσκωθεί | είχαμε ξεφουσκωθεί | θα έχουμε ξεφουσκωθεί | να έχουμε ξεφουσκωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεφουσκωθεί | είχατε ξεφουσκωθεί | θα έχετε ξεφουσκωθεί | να έχετε ξεφουσκωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεφουσκωθεί | είχαν ξεφουσκωθεί | θα έχουν ξεφουσκωθεί | να έχουν ξεφουσκωθεί |
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεφουσκώνομαι