Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεφουσκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεφουσκώνω

ξεφουσκώνομαι

  • (για μπαλόνια, μπάλες, ελαστικά αυτοκινήτων και διάφορα άλλα φουσκωτά παιχνίδια) χάνω τον αέρα που έχω στο εσωτερικό μου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία