φιλύποπτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
φιλύποπτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φιλύποπτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φιλύποπτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιλύποπτος
φιλύποπτων