Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλευσπλαγχνία < ελληνιστική κοινή φιλεύσπλαγχν(ος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.lef.splaŋˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λευ‐σπαγ‐χνί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλευσπλαγχνία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία