Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φιλάει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
φυλάει
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φιλάει
γ΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
φιλώ
(
φιλάω
)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φιλά
(
συνηρημένος
τύπος
)