φερμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φερμάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική fermar(e) + -ω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαφερμάρω
- αυτό που κάνει το κυνηγετικό σκυλί όταν μυρίζεται θήραμα και καθώς το εντοπίζει, στηλώνεται
- (ναυτικός όρος) τεντώνω το σκοινί (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (προφορικό, ιδιωματισμός) επιτελώ διείσδυση κατά την σεξουαλική επαφή, γαμάω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φερμάρω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φερμάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας