φαλκιδεύσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φαλκιδεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαλκιδεύω
- θα φαλκιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαλκιδεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
φαλκιδεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαλκίδευση