Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φαλκιδεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαλκιδεύω
  2. θα φαλκιδεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαλκιδεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φαλκιδεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαλκίδευση