Ετυμολογία

επεξεργασία
φαλακρώνω < ελληνιστική κοινή φαλακρόω / φαλακρ(ῶ) + -ώνω[1] < αρχαία ελληνική φαλακρόομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.laˈkɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐λα‐κρώ‐νω

φαλακρώνω, πρτ.: φαλάκρωνα (χωρίς παθητική φωνή) (Χρειάζεται τεκμηρίωση η κλίση)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «φαλακραίνω» (& φαλακρώνω) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)