Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραφλιάζω < από το επίθετο καραφλός

  Ρήμα επεξεργασία

καραφλιάζω

  1. αποκτώ φαλάκρα
    Πάχυνε, καράφλιασε, έγινε αγνώριστος.
  2. (αργκό) εκπλήσσομαι από κάτι που θεωρώ παράλογο, ασυνάρτητο, εξωφρενικό.
    Καράφλιασα, σου λέω. Με τρέλανε στο μπαλαμούτι.
  3. (αργκό) προκαλώ σε κάποιον έκπληξη με κάτι παράλογο κλπ.
    Τι ήταν αυτό που είπες! Μας καράφλιασες.

  Μεταφράσεις επεξεργασία