φαιδιμόεις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φαιδιμόεις, -όεσσα, -όεν
- άλλη μορφή του φαίδιμος : λαμπερός, λαμπρός, ακτινοβόλος
- ἔνθα δὲ Βοιωτοὶ καὶ Ἰάονες ἑλκεχίτωνες Λοκροὶ καὶ Φθῖοι καὶ φαιδιμόεντες Ἐπειοὶ