Δείτε επίσης: Υψηλότης, ὑψηλότης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψηλότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑψηλότης (μεγαλοπρέπεια) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Altesse.[1] → δείτε και τη λέξη υψηλότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υψηλότης θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «υψηλότητα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)