υποσχετικοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.sçe.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐σχε‐τι‐κοί
- ομόηχο: υποσχετική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυποσχετικοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του υποσχετικός