Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υποστυλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποστυλώνω
  2. θα υποστυλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποστυλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υποστυλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποστύλωση