Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπερωριμάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερωριμάζω
  2. θα υπερωριμάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερωριμάζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

υπερωριμάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερωρίμαση