υπερκερώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκερώ < αρχαία ελληνική ὑπερκεράω
Ρήμα επεξεργασία
υπερκερώ
- υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω τα άκρα, δηλαδή τα κέρατα (από το κέρας) μιας εχθρικής συντεταγμένης παράταξης ούτως ώστε να περικυκλώσω το εχθρικό στράτευμα ή να υπερφαλλαγίσω τον εχθρό
- αντιμετωπίζω νικηφόρα τις όποιες δύσκολες καταστάσεις ανέκυψαν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερκερώ
|