Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκερώ < αρχαία ελληνική ὑπερκεράω

  Ρήμα επεξεργασία

υπερκερώ

  1. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω τα άκρα, δηλαδή τα κέρατα (από το κέρας) μιας εχθρικής συντεταγμένης παράταξης ούτως ώστε να περικυκλώσω το εχθρικό στράτευμα ή να υπερφαλλαγίσω τον εχθρό
  2. αντιμετωπίζω νικηφόρα τις όποιες δύσκολες καταστάσεις ανέκυψαν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία