Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερεκχειλίζω < υπέρ + εκ + χείλος + -ίζω

υπερεκχειλίζω

  • ρήμα που χρησιμοποιείται όταν ανεβαίνει η στάθμη ενός υγρού πάνω από το χείλος του δοχείου στο οποίο περιέχεται και χύνεται

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία