υπεργράφω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεργράφω < ελληνιστική κοινή ὑπεργράφω < ὑπερ- + αρχαία ελληνική γράφω
Ρήμα επεξεργασία
υπεργράφω
Συγγενικά επεξεργασία
- υπεργεγραμμένος
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεργράφω
|