Δείτε επίσης: ὑπεραίρομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
υπεραίρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπεραίρομαι, μεσοπαθητική φωνή του ὑπεραίρω < ὑπέρ + αἴρω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + αίρομαι.
ΔΦΑ : /i.peˈɾe.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεραίρομαι
παλιότερος συλλαβισμός: υπεραίρομαι

υπεραίρομαι μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό (αποθετικό ρήμα)[1]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπεραίρομαι

Αναφορές

επεξεργασία
  1. υπεραίρομα (αποθετικό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. υπεραίρω - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.