υπεραίρομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραίρομαι < αρχαία ελληνική ὑπεραίρομαι, παθητική φωνή του ρήματος ὑπεραίρω < ὑπέρ + αἴρω
Ρήμα επεξεργασία
υπεραίρομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραίρομαι
|
Δείτε επίσης : ὑπεραίρομαι |
υπεραίρομαι
|