Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υλοτομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υλοτομώ
  2. θα υλοτομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υλοτομώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

υλοτομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υλοτόμηση