υλοτομήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υλοτομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υλοτομώ
- θα υλοτομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υλοτομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
υλοτομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υλοτόμηση