Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόφρα < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

τόφρα

  1. (χρονικό επίρρημα) εν τω μεταξύ
  2. (χρονικό επίρρημα) κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 449 (449-451)
    Τόφρα δὲ τοὺς ἄλλους ἑτάρους ἐν δώμασι Κίρκη | ἐνδυκέως λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾽ ἐλαίῳ, | ἀμφὶ δ᾽ ἄρα χλαίνας οὔλας βάλεν ἠδὲ χιτῶνας·
    Την ίδια ώρα στο παλάτι της η Κίρκη καλά τους έλουζε | τους άλλους μου συντρόφους, τους άλειψε με πλούσιο λάδι, | τους φόρεσε χλαίνες σγουρές, τους έβαλε χιτώνες,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 303 (301-303)
    ὣς ὁ μὲν ἔνθα πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων | ἠλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους· | τόφρα δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐμήσατο οἴκοθι λυγρά·
    Όσο λοιπόν συνάθροιζε ο Μενέλαος μαλάματα πολλά και πλούτη, | με το καράβι του περιπλανώμενος σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους, | τόσον καιρό κι ο Αίγισθος παρανομίες έστηνε επιτόπου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία