τυραννίζω
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυραννίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυραννίζω (με διαφορετική σημασία)
Ρήμα επεξεργασία
τυραννίζω, παθητική φωνή: τυραννίζομαι
- βασανίζω κάποιον για να κάνει κάτι αυτός ή προκειμένου να εκπληρώσω εγώ μια δική μου υποχρέωση.
- Διάβασε επιτέλους και μη με τυραννίζεις!
- Πατέρας και γιος με τυραννίζουν νύχτα-μέρα!
- Τυραννίστηκε πολύ στη ζωή του (βασανίστηκε)
Συγγενικά επεξεργασία
- τυραννώ
- τυραννέω
- τυραννίς και τυραννίδα
- τυραννικός
- τυράννισμα
- τυραννισμένος άνθρωπος (κατατρεγμένος, βασανισμένος)
- τυραγνισμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυραννίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυραννίζω
- συμπαθώ τους τυράννους, είμαι φίλος το πολιτεύματος της τυραννίδας, φιλικά προσκείμενος στην τυραννίδα, μη δημοκράτης