τσιν τσαν τσον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιν τσαν τσον < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατσιν τσαν τσον άκλιτο
- (σκωπτικό, εθνικά μειωτικό) μίμηση της κινεζικής γλώσσας
- (μεταφορικά) για ακαταλαβίστικα, αλαμπουρνέζικα
- → δείτε τη λέξη κινέζικα