Ετυμολογία

επεξεργασία
τσιληπουρδίζω < ελληνιστική κοινή σιληπορδέω[1] [2] / σιληπορδῶ < αρχαία ελληνική τιλάω[2] / τιλῶ[2] ή Σιληνός[2] + πορδή

τσιληπουρδίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σιληπορδέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.