τσαμπούκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαμπούκ < γραφή με ελληνικό αλφάβητο της (άμεσο δάνειο) τουρκική çabuk (γρήγορος-βιαστικός) < περσική چابک čābok
Επίρρημα - Επιφώνημα
επεξεργασίατσαμπούκ
- (ιδιωματικό) γρήγορα, αμέσως!
Εκφράσεις
επεξεργασία- Τσιαππού τσιαππού (Κυπριακά)