τσαμπουκαλίδικων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τσαμπουκαλίδικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τσαμπουκαλίδικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τσαμπουκαλίδικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τσαμπουκαλίδικος