τρώγομαι με τα ρούχα μου
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρώγομαι με τα ρούχα μου < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τις λέξεις τρώω, τρώγομαι και ρούχο
Έκφραση
επεξεργασίατρώγομαι με τα ρούχα μου
- (μεταφορικά, προφορικό) (συνήθως στο γ´ πρόσωπο) γκρινιάζω και δυσανασχετώ· οτιδήποτε με εκνευρίζει και με κάνει να αγωνιώ, δίχως λόγο και αιτία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τρώγομαι με τα ρούχα μου
|
Πηγές
επεξεργασία- ρούχο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ρούχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας