Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικολόρε < (άμεσο δάνειο) ιταλική tricolore

  Επίθετο

επεξεργασία

τρικολόρε ουδέτερο άκλιτο

  1. τρίχρωμος, που έχει τρία χρώματα αποτελούμενος από τρία χρώματα, τρίχρωμος, τρίχρωμη σημαία ιταλική ή γαλλική
  2. (μειωτικό) ακαλαίσθητος, παρδαλός, τριχρωμία στην ένδυση, ντύσιμο δηλαδή με ρούχα τα οποία δεν έχουν συνδυαστεί σωστά. Επιλογή παράταιρων και εκτός γκάμας χρωματικών τόνων. Κατ' επέκταση τρικολόρε σήμαινε κάποτε τον κακόγουστα ντυμένο και γενικά τον κακόγουστο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία