Δείτε επίσης: τριβελίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριβολίζω < τρι- + βολά + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τριβολίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία