τριβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατριβολίζω
- (ιδιωματικό) οργώνω για τρίτη φορά κάποιο χωράφι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριβολίζω | τριβόλιζα | θα τριβολίζω | να τριβολίζω | τριβολίζοντας | |
β' ενικ. | τριβολίζεις | τριβόλιζες | θα τριβολίζεις | να τριβολίζεις | τριβόλιζε | |
γ' ενικ. | τριβολίζει | τριβόλιζε | θα τριβολίζει | να τριβολίζει | ||
α' πληθ. | τριβολίζουμε | τριβολίζαμε | θα τριβολίζουμε | να τριβολίζουμε | ||
β' πληθ. | τριβολίζετε | τριβολίζατε | θα τριβολίζετε | να τριβολίζετε | τριβολίζετε | |
γ' πληθ. | τριβολίζουν(ε) | τριβόλιζαν τριβολίζαν(ε) |
θα τριβολίζουν(ε) | να τριβολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριβόλισα | θα τριβολίσω | να τριβολίσω | τριβολίσει | ||
β' ενικ. | τριβόλισες | θα τριβολίσεις | να τριβολίσεις | τριβόλισε | ||
γ' ενικ. | τριβόλισε | θα τριβολίσει | να τριβολίσει | |||
α' πληθ. | τριβολίσαμε | θα τριβολίσουμε | να τριβολίσουμε | |||
β' πληθ. | τριβολίσατε | θα τριβολίσετε | να τριβολίσετε | τριβολίστε | ||
γ' πληθ. | τριβόλισαν τριβολίσαν(ε) |
θα τριβολίσουν(ε) | να τριβολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριβολίσει | είχα τριβολίσει | θα έχω τριβολίσει | να έχω τριβολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριβολίσει | είχες τριβολίσει | θα έχεις τριβολίσει | να έχεις τριβολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριβολίσει | είχε τριβολίσει | θα έχει τριβολίσει | να έχει τριβολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριβολίσει | είχαμε τριβολίσει | θα έχουμε τριβολίσει | να έχουμε τριβολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριβολίσει | είχατε τριβολίσει | θα έχετε τριβολίσει | να έχετε τριβολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριβολίσει | είχαν τριβολίσει | θα έχουν τριβολίσει | να έχουν τριβολίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριβολίζω
|