ένα τρεμπουσέ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία