Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ένα τρεμπουσέ

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία