τρεμπουσέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο
- (ιστορία) πολιορκητική μηχανή του μεσαίωνα, με περιστρεφόμενο βραχίονα με αντίβαρα στο ένα άκρο του