τουνουζλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουνουζλίδικος < Τούνεζι (η Τυνησία) + -ίδικος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίατουνουζλίδικος -η, -ο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) που προέρχεται από την Τυνησία ή σχετίζεται με αυτήν
- ※ Στο κεφάλι φορούσε ένα τουνουζλίδικο φέσι ξαλλήθωρο απ' τα χρόνια
- Αθανάσιος Γκράβαλης, διήγημα «Η βασιλές», συλλογή: Της Ματζουράνενας το χάλασμα και άλλα αφηγήματα. Eπιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς. Aθήνα: Στιγμή, 1988, σ. 11.
- ※ Ο καλλίφωνος της παρέας, ο κορυφαίος, ήταν και «αρχινιστής», δηλαδή άρχιζε το τραγούδι που το επαναλάμβανε η παρέα, ενώ ήταν ντυμένος με την καλή του φορεσιά -τα παλιά χρόνια και ως τα 1890-1900 φορούσαν βράκα τσοχένια, χασεδένιο άσπρο πουκάμισο, ζωνάρι μπαρμπαρέζικο και φέσι τουνουζλίδικο. Στο «κουιτούκι» κάθε γειτονιάς τραγουδούσαν ένα από τα παλιά παραδοσιακά τραγούδια
- άρθρο «Λέσβος: Το έθιμο της Περικεφαλαίας στην Αγιάσο την Κυριακή της Αποκριάς», iΕllada.gr (10 Μαρτίου 2019)· πρόσβαση: 2021-06-25
- ※ Στο κεφάλι φορούσε ένα τουνουζλίδικο φέσι ξαλλήθωρο απ' τα χρόνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουνουζλίδικος
|