τοξοειδώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοξοειδώς < τοξοειδής + -ώς < ελληνιστική κοινή τοξοειδής < αρχαία ελληνική τόξον / εἶδος
Επίρρημα
επεξεργασίατοξοειδώς
- (αρχαιοπρεπές) με τοξοειδή τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοξοειδώς
|