τομεοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατομεοποιώ θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τομεοποίηση, τομέας και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τομεοποιώ | τομεοποιούσα | θα τομεοποιώ | να τομεοποιώ | τομεοποιώντας | |
β' ενικ. | τομεοποιείς | τομεοποιούσες | θα τομεοποιείς | να τομεοποιείς | (τομεοποίει) | |
γ' ενικ. | τομεοποιεί | τομεοποιούσε | θα τομεοποιεί | να τομεοποιεί | ||
α' πληθ. | τομεοποιούμε | τομεοποιούσαμε | θα τομεοποιούμε | να τομεοποιούμε | ||
β' πληθ. | τομεοποιείτε | τομεοποιούσατε | θα τομεοποιείτε | να τομεοποιείτε | τομεοποιείτε | |
γ' πληθ. | τομεοποιούν(ε) | τομεοποιούσαν(ε) | θα τομεοποιούν(ε) | να τομεοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τομεοποίησα | θα τομεοποιήσω | να τομεοποιήσω | τομεοποιήσει | ||
β' ενικ. | τομεοποίησες | θα τομεοποιήσεις | να τομεοποιήσεις | τομεοποίησε | ||
γ' ενικ. | τομεοποίησε | θα τομεοποιήσει | να τομεοποιήσει | |||
α' πληθ. | τομεοποιήσαμε | θα τομεοποιήσουμε | να τομεοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | τομεοποιήσατε | θα τομεοποιήσετε | να τομεοποιήσετε | τομεοποιήστε | ||
γ' πληθ. | τομεοποίησαν τομεοποιήσαν(ε) |
θα τομεοποιήσουν(ε) | να τομεοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τομεοποιήσει | είχα τομεοποιήσει | θα έχω τομεοποιήσει | να έχω τομεοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τομεοποιήσει | είχες τομεοποιήσει | θα έχεις τομεοποιήσει | να έχεις τομεοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τομεοποιήσει | είχε τομεοποιήσει | θα έχει τομεοποιήσει | να έχει τομεοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τομεοποιήσει | είχαμε τομεοποιήσει | θα έχουμε τομεοποιήσει | να έχουμε τομεοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τομεοποιήσει | είχατε τομεοποιήσει | θα έχετε τομεοποιήσει | να έχετε τομεοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τομεοποιήσει | είχαν τομεοποιήσει | θα έχουν τομεοποιήσει | να έχουν τομεοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τομεοποιώ
|