Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τοιχοκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τοιχοκολλώ
  2. θα τοιχοκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τοιχοκολλώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τοιχοκολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τοιχοκόλληση