- τικέτο < αγγλικά ticket + -ο
- ΔΦΑ : /tiˈce.to/
τικέτο ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) κλήση ή πρόστιμο για τροχαία παράβαση, παράνομη στάθμευση, παραβίαση δημοτικών κανονισμών, κ.λπ.
- ⮡ Έφαγα ένα τικέτο γιατί είχα παρκάρει πάνω στη γωνία.
- (ελληνοαμερικανικά) εισιτήριο
- ⮡ Το τικέτο για τη Βίσση ήταν πενήντα δολάρια.