τηλεγραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τηλεγραφώ < τηλέγραφος + -ώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική télégraphier)
Ρήμα
επεξεργασίατηλεγραφώ
- μεταβιβάζω ένα μήνυμα μέσω τηλεγράφου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τηλεγραφώ | τηλεγραφούσα | θα τηλεγραφώ | να τηλεγραφώ | τηλεγραφώντας | |
β' ενικ. | τηλεγραφείς | τηλεγραφούσες | θα τηλεγραφείς | να τηλεγραφείς | (τηλεγράφει) | |
γ' ενικ. | τηλεγραφεί | τηλεγραφούσε | θα τηλεγραφεί | να τηλεγραφεί | ||
α' πληθ. | τηλεγραφούμε | τηλεγραφούσαμε | θα τηλεγραφούμε | να τηλεγραφούμε | ||
β' πληθ. | τηλεγραφείτε | τηλεγραφούσατε | θα τηλεγραφείτε | να τηλεγραφείτε | τηλεγραφείτε | |
γ' πληθ. | τηλεγραφούν(ε) | τηλεγραφούσαν(ε) | θα τηλεγραφούν(ε) | να τηλεγραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τηλεγράφησα | θα τηλεγραφήσω | να τηλεγραφήσω | τηλεγραφήσει | ||
β' ενικ. | τηλεγράφησες | θα τηλεγραφήσεις | να τηλεγραφήσεις | τηλεγράφησε | ||
γ' ενικ. | τηλεγράφησε | θα τηλεγραφήσει | να τηλεγραφήσει | |||
α' πληθ. | τηλεγραφήσαμε | θα τηλεγραφήσουμε | να τηλεγραφήσουμε | |||
β' πληθ. | τηλεγραφήσατε | θα τηλεγραφήσετε | να τηλεγραφήσετε | τηλεγραφήστε | ||
γ' πληθ. | τηλεγράφησαν τηλεγραφήσαν(ε) |
θα τηλεγραφήσουν(ε) | να τηλεγραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τηλεγραφήσει | είχα τηλεγραφήσει | θα έχω τηλεγραφήσει | να έχω τηλεγραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τηλεγραφήσει | είχες τηλεγραφήσει | θα έχεις τηλεγραφήσει | να έχεις τηλεγραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τηλεγραφήσει | είχε τηλεγραφήσει | θα έχει τηλεγραφήσει | να έχει τηλεγραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τηλεγραφήσει | είχαμε τηλεγραφήσει | θα έχουμε τηλεγραφήσει | να έχουμε τηλεγραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τηλεγραφήσει | είχατε τηλεγραφήσει | θα έχετε τηλεγραφήσει | να έχετε τηλεγραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τηλεγραφήσει | είχαν τηλεγραφήσει | θα έχουν τηλεγραφήσει | να έχουν τηλεγραφήσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τηλέγραφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεγραφώ