τζόγκινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τζόγκινγκ < άμεσο δάνειο από την αγγλική jogging < jog[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζόγκινγκ ουδέτερο άκλιτο
- χαλαρό τρέξιμο για άσκηση
- ⮡ κάθε πρωί κάνω είκοσι λεπτά τζόγκινγκ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.