τεστάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τεστάρω (παθητική φωνή: τεστάρομαι)
- κάνω κάποιο τεστ, υποβάλλω σε διαγνωστικές δοκιμασίες, εξετάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τεστ
τεστάρω (παθητική φωνή: τεστάρομαι)