Ετυμολογία

επεξεργασία
τελεσιδικώ < τελεσίδικος + < τέλος + δίκη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.le.si.ðiˈko/

τελεσιδικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία