τελάλισσα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τελάλισσα < αμάρτυρο αρσενικό *τελάλ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دلال (dallal, δημώδες: tellal) [1] < αραβική دَلَّال (στην προφορά: dallāl)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τελάλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτή που διαλαλεί εμπορεύματα
- ※ 17ος αιώνας - Ιάκωβος ιερομόναχος, Βακτηρία αρχιερέων, 153 [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- Περί εργαστηρίου όπου πουλούν και αγοράζουν παν είδος, ήγουν γυναίκες αι τελάλισσες.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία
- τελάλισσες (πληθυντικός, δείτε το παράθεμα)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κοινή νεοελληνική: αρσενικό ντελάλης, τελάλης
Επεξεργασία
- ↑ «دلال dallal», σελ. 910 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ντελάλισσα, τελάλισσα», σελ.296, Τόμος 11 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ντελάλισσα, τελάλισσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].