Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τεκνοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τεκνοποιώ
  2. θα τεκνοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τεκνοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τεκνοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τεκνοποίηση