ταχυδρομήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαταχυδρομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταχυδρομώ
- θα ταχυδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταχυδρομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαταχυδρομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταχυδρόμηση