Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τασκεμπάπ < (άμεσο δάνειο) τουρκική taskebabı

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τασκεμπάπ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία