Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταπίστομα < τα μεσαιωνική ελληνική επίστομα < αρχαία ελληνική ἐπί στόμα

  Επίρρημα επεξεργασία

ταπίστομα[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. απίστομαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας