Δείτε επίσης: ανάπαλιν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τανάπαλιν < τ' ἀνάπαλιν < το + ἀνά + πάλιν

  Επίρρημα επεξεργασία

τανάπαλιν

τα ψάρια δεν μπορούν να ζήσουν στο ανθρώπινο περιβάλλον, και τανάπαλιν

  Μεταφράσεις επεξεργασία